- φινετσάτος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει φινέτσα, φίνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φινέτσα + κατάλ. -άτος (πρβλ. σταρ-άτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φινετσάτος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει φινέτσα (βλ. λ.), που έχει λεπτότητα τρόπων, ενέργειας, λόγου, καλαίσθητος, άνθρωπος με τακτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)